- συμμετέσχε
- συμμετέχωpartake of withaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρεφορμισμός — Μέθοδος πολιτικής δράσης, που επιδιώκει να αλλάξει την υπάρχουσα πολιτική και κοινωνική κατάσταση με την εφαρμογή οργανικών και βαθμιαίων μεταρρυθμίσεων. Αντιτίθεται από το ένα μέρος στις επαναστατικές μεθόδους και από το άλλο στις αντιλήψεις του … Dictionary of Greek
ριμινίτης — ο, Ν Έλληνας στρατιωτικός που συμμετέσχε στις μάχες τις οποίες έδωσαν τα συμμαχικά στρατεύματα τον Σεπτέμβριο τού 1944 εναντίον τών γερμανικών δυνάμεων στο Ρίμινι τής Ιταλίας … Dictionary of Greek
Μόνζ, Γκασπάρ — (Gaspar Monge, Μπον 1746 – Παρίσι 1818). Γάλλος μαθηματικός. Αφού σπούδασε στη στρατιωτική σχολή της Μεζιέρ, δίδαξε μαθηματικά και μετά φυσική από το 1768 έως το 1780. Στα χρόνια αυτά διατύπωσε μια μέθοδο για την αναπαράσταση των σχημάτων στον… … Dictionary of Greek
Μπόιλ, Ρόμπερτ — (Robert Boyle, Λίσμορκασλ 1627 – Λονδίνο 1691). Ιρλανδός χημικός. Σπούδασε στο Ίτον, φοίτησε στα σημαντικότερα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά κέντρα και διέμεινε αρκετό διάστημα στην Ελβετία και στη Φλωρεντία, όπου ασχολήθηκε εκτενέστερα με τις εργασίες… … Dictionary of Greek
Ντελακρουά, Εζέν — (Ferdinand Victor Eugene Delacroix, Σεν Μορίς, Σαραντόν 1798 – Παρίσι 1863). Γάλλος ζωγράφος και χαράκτης. Ήταν ο αρχηγός της γαλλικής ρομαντικής σχολής και μια από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες του ευρωπαϊκού ρομαντισμού. Γιος αντιπρόσωπου της… … Dictionary of Greek
Περόν, Χουάν Ντομίνγκο — (Perόn, Λόμπος 1895 – Μπουένος Άιρες 1974). Αργεντινός στρατιωτικός και πολιτικός. Κατατάχτηκε στο στρατό και φοίτησε στην ανώτερη σχολή πολέμου. Υπηρέτησε με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη (1933) ως στρατιωτικός ακόλουθος στο Σαντιάγκο της Χιλής … Dictionary of Greek
Ρολάν, Ρομέν — (Rolland, Κλαμεσί, Νιεβρ 1866 – Βεζελέ, Iόν 1944). Γάλλος συγγραφέας. Αφιέρωσε το έργο του και τη ζωή του στη διάδοση ενός ουμανιστικού πιστεύω ειρήνης και αδελφοσύνης, για το οποίο ζήτησε να βρει στηρίγματα (όχι χωρίς κάποιο ιδεαλιστικό… … Dictionary of Greek
ГРЕЦИЯ ЧАСТЬ I — [Греческая Республика; греч. Ελληνική Ϫημοκρατία], гос во в юго вост. Европе, занимающее юг Балканского п ова. Территория 131 944 кв. км, в т. ч. островов 25 тыс. кв. км, береговая линия имеет длину 4100 км (с учетом островов ок. 15 тыс. км). На… … Православная энциклопедия